Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σῠς κάπρος

См. также в других словарях:

  • κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος …   Dictionary of Greek

  • kapro- —     kapro     English meaning: goat     Deutsche Übersetzung: “Ziegenbock, Bock”, presumably allgemeiner “male animal”     Material: O.Ind. kápr̥th m., kapr̥thá m. “penis”; Gk. κάπρος “boar”, also σῦς κάπρος; Lat. caper, caprī “he goat, billy… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] …   Dictionary of Greek

  • πτελέα — Όνομα 7 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 425 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός ο Καβαλάρης. 2. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • συφεός — και επικ. τ. συφειός, ὁ, Α χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συ φ εός έχει σχηματιστεί < σῦς «χοίρος, κάπρος» + επίθημα εός (πρβλ. θηρ εός, κολ εός). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το φ τού τ. Αν δεχθούμε ότι η λ. εμφανίζει επίθημα φεός, προκύπτουν… …   Dictionary of Greek

  • σύμβρος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κάπρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σῦς «χοίρος, κάπρος»] …   Dictionary of Greek

  • ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] …   Dictionary of Greek

  • συφαιός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «συφαιός χοιροβοσκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος». Για τον σχηματισμό τού τ. πρβλ. και συφεός*] …   Dictionary of Greek

  • σύβαξ — ακος, ό, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύβακα συώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σύβακα, όπως και οι τ. συβάλλας* και σύβας*, είναι τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που δεν συνδέονται με το λατ. subo «οχεύω, βινητιώ», όπως υποστήριξαν ορισμένοι, αλλά κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σύβοτον — τὸ, Α 1. συν. στον πληθ. τά σύβοτα τόπος όπου βόσκουν χοίροι 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τά Σύβοτα ονομασία μικρών νησιών κοντά στην Κέρκυρα, καθώς και μέρος τής απέναντι ακτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βότος (< βόσκω), πρβλ. μηλό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»